17.

Μπανάλ στίχοι για την αγάπη (απ’ τον σωρό)

Δεν πείραξε που ο δρόμος είχε χαλίκια.
Περπάτησα πάνω στα πόδια σου.
Ο καυτός ήλιος του μεσημεριού δεν ήταν πρόβλημα.
Σε δρόσισα με τα χείλη μου.
Τι κι αν έχασα την προθεσμία;
Έχω εσένα.
Κι αν σ’ εκνεύρισαν στη δουλειά, τι έγινε;
Έχεις εμένα.
Η αγάπη μας ένας τρυφερός βλαστός που ξεπρόβαλε τολμηρά απ’ το νωπό χώμα.
Κι έγινε λουλούδι, δέντρο, δάσος.
Μια μεγάλη αγκαλιά από μένα για σένα.
Μια μεγάλη αγκαλιά από σένα για μένα.
Μ’ εμένα κι εσένα.
Ο κόσμος μας.

16.

Αν το αδειάζαμε αλλιώς το ντεπόζιτο,
ίσως το βρίσκαμε το πορτοφόλι.
Σαν σιτηρά θα ήταν τα κύματα,
αν τα φροντίζαμε.
Κι ο δρόμος σίγουρα θα έστρωνε,
αρκεί να τον πιστεύαμε.
Δεν έχει νόημα.
Χέμε φαανί.

15.

Να τι συνέβαινε λοιπόν
με την ελευθερία:
όποτε τη συναντούσα,
μπερδευόμουνα.
Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος
αν συνοφρυωμένη μίλαγε
στο κινητό
ή αν μου έγνεφε από μακριά.
Η απόσταση ήταν ένα πρόβλημα.
Το ομολογώ.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Αν ο ουρανός είναι μαύρος,
δεν είναι υπεύθυνα μόνο τα σύννεφα.
Όταν ο δράκος εκτοξεύει φωτιά,
δεν ευθύνονται μόνο τα ρουθούνια του.
Υπήρχε κάτι που με τρόμαζε.
Όχι ακριβώς κάτι στο βλέμμα της,
μάλλον τον εαυτό μου ήταν που
φοβόμουν.
Γίνονται κάποτε βολικά τα δεσμά.
Μας κρατάνε σταθερούς.
Ορίζουν τη θέση.
Και τον χώρο μας.
Κι όταν φυσά,
παράγουν έναν ήχο ευχάριστο.
Εύκολα μ’ αυτά σπας καρύδια
ή μπήγεις καρφιά.
Ποιος κάθεται τώρα να
αναμετρηθεί με τον εαυτό του;
Ποιος απογειώνεται και πετά;
Και πού να πάω δηλαδή;
Να’σαι καλά, ελευθερία.
Θα κάνω πως δε σε είδα.
Και η ειρωνεία είναι πως
κανείς δεν κοιτά
ούτε προσέχει.
Τη ζωή μου περνάω
αόρατα χρήσιμος.
Αύριο, μεθαύριο, κάποτε
όλοι θα πουν:
«τι σοφός, συνετός, ευτυχισμένος
που ήταν».
Αλληλούια! Δοξασμένος ο Μεγαλοδύναμος!

14.

«Γελάδες και νομάδες,
μαμάδες και χουρμάδες,
κιμάδες και παπάδες
θα τρώω για βδομάδες
ώσπου να βαρεθώ».
Θα είχε ίσως νόημα
όλο και περισσότερο
να διαγράφω κύκλους στο άπειρο.
Με κυνηγάει εδώ και χρόνια
η ιδέα πως κρατάω έναν αρχαίο
πάπυρο στο άπειρο επ’ άπειρον.
Είναι σκοτεινά.
Και κρύα.
Το χέρι μου λυγίζει.
Κι ο πάπυρος πετά.
Αλλά και οι χουρμάδες,
με ή χωρίς μαμάδες,
είναι μια σκέψη εκπληκτικά
γοητευτική.
Τους γεμίζω μέλι.
Τους ψήνω στους εκατό βαθμούς.
Κι ύστερα τους απολύω στο κενό.
Παρακολουθώντας
πώς το χρώμα τους παντρεύει
μια εικόνα θλίψης
με ένα γέλιο σκοτεινό.
Κι εγώ αυτοσαρκάζομαι.

13.

Μα την αρχή μου,
γαμώ την ταραχή μου,
το βλέπω πως το βράδυ
είν΄ μάταιο να μιλώ.
Η γλώσσα μου ματώνει
κι ένα κουμπί σκαλώνει
στον πέρα ωκεανό.
Είχα φτερά παλιά.
Κι έρχονταν από δίπλα
και ζήταγαν νερό.
Μα ήταν το υπόγειο
βαθύ και νευρικό
και μύριζε απ’ το φως.
Δεν το’ λεγα αλήθεια,
μα ήταν νυχτικό.
Το έραβε μια πείνα
που πέρναγε βελόνα
σε πέταλο κρυφό.
Κρυφό ή μυστικό;
Οι απαντήσεις πάντα
πληγώνουν τις σαράντα
κορδέλες στο σταθμό.
Ας το σταματήσει κάποιος.
Είναι φανερά ανόητο.
Φτάνει ως εδώ.

12.

Όταν πονάω, γράφω.
Ή μήπως σβήνω όταν γερνάω;
Είναι ίσως μάταιο
να αναζητώ τη μέση
σε μια ζωή τόσο σφιχτή.
Θα είναι σίγουρα απλούστερο
με το που όλα θα γίνουν λευκά.
Ο ουρανός θα δείχνει στενότερος,
το νερό θα είναι ανετότερο,
κι εκείνος σκυθρωπότερος.

11.

Έχασα
τις λέξεις τρίγωνες·
τις ξαναβρήκα
διαγώνιες –
και πιο στενές.
Ίσως να φταίει η γωνία μου.
Τις κοιτάζω οριζόντιες.
Και οριζόντιοι όλοι
δείχνουν καταλληλότεροι.
Οι λέξεις θα εξαιρούνταν;

10.

Ισοσκελή τα ρούχα που φορώ,
αναζητούν δαιμόνια μυστικά
σε φόδρα πράσινη κρυμμένα.
Την καρδιά μου κουράστηκα πια
να την κουβαλώ.
Με ένα όμορφο, λευκό υπόθετο
εντέλει την αντάλλαξα.
Απόψε το πρωτοφόρεσα
– με τη γραβάτα μου
την κόκκινη.
Ταίριαζαν.
Κι η όλη εικόνα
θύμιζε
εκείνο το θεόρατο μυρμήγκι
που κάποτε
μου δάγκωσε τον κήπο.
Σε μια στιγμή τον ρούφηξε
κι εξιλεώθηκε.
Δεν άφησε παρά μια μικρή
τριανταφυλλιά,
ανάμνηση ενός γεύματος λουκούλλειου.
Δικού μου, όχι δικού του.
Ήταν και τότε νύχτα.
Η νύχτα που το στερέωμα έγειρε,
τότε που όλα έδειχναν υγρά,
μα έστεκαν κίτρινα.

9.

Σαν ράφτης σε παλαιοπωλείο
εισβάλλω βάτραχος στην κόμη
ενός δούκα τροβαδούρου.
Ψάχνω κάποιον, αλλά τι;
Το περίπτερο σταμάτησε πια
να αγοράζει ρίμες.
Από δω και μπρος λοιπόν
κι εγώ
μόνο τσατσάρες θα ζητάω.
Είναι και φτηνότερες.

8.

Δεν υπάρχεις.
Σε αγγίζω στη μέση,
μα είναι όλα αντίστροφα,
σαν περισπωμένη
σε ρούχα πολυκαιρισμένα:
αλμυρά, καρπερά, γοερά.
Είσαι το πιο θαμπό μου παράδοξο.
Και το λαμπρότερο.

7.

Μυρμήγκια
στα κράνη μοιραία.
Δεν κινούνται, αιωρούνται.
Μία δεσμίδα από σφαίρες μιμούνται.
Μια πεταλούδα ευνουχίστρια,
πίσω από μια φθαρμένη ερπύστρια
καλεί ταχέως ενισχύσεις
ένα κοπάδι από εκκλήσεις.
Τον πόλεμο αν βλογιοκόψουμε,
ίσως αύριο κατασκηνώσουμε.
Είναι η φωτιά τον Ιούλιο
πάντα επικίνδυνη, Χούλιο.

6.

Λοβοτομές γέμισε σήμερα το ποτήρι μου.
Φταίνε μάλλον η ώρα κι ο καιρός.
Όταν κάτω από μια γέφυρα περνάς,
είν’ άσχημο να σε χτυπούν στο φρύδι.
Καίγοντας οι διακόπτες από το γκρίζο μέλι
γκρεμίζουν ερωτικούς μικρούς εφιάλτες.
Κι εγώ
απογειώνομαι στα έγκατα τ’ουρανού.
Είμ’ ένας φασιανός διάφανος και σταυρικός.
Που μια «έβγα» δε βρήκε στη γειτονιά του.
Κι άφησε τις κάλτσες στο υπόγειο.
Έτσι περνάνε οι μέρες αυτές.
Νόημα γεμάτες, λογική κι ουσία.
Η ζωή εκτυλίσσεται σε τρίγωνα.
Κάπου-κάπου και σε κλίμακες κυλιόμενες.
Αλλά κανείς δεν αγαπά να επιθέτει υπόθετα.
Κάνουν κακό στην κόρα της κρίσης,
λιώνοντας σαν τσιμεντένιοι κρίκοι.
Που θά’λεγε κι ο ποιητής ...

5.

Υπάρχει λόγος προφανώς
που είναι οι πυροσβεστήρες τρίθυροι.
Όταν θελήσει να κατέβει το μπρίκι,
κάποιος πρέπει να βάλει μια περούκα.
Ειδάλλως τα περιστέρια
θα χάσουν τα φτερά τους.
Κι αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε,
έτσι;

4.

Κοίταξα αριστερά.
Είδα ένα αυτί
να με αντικοιτά.
«Η μυρωδιά σου με ενοχλεί»,
μου είπε.
«Μου αφήνει μια γεύση στυφή».
Και έστριψε το τιμόνι δεξιά.

3.

Εκείνη
η τρύπα στον τοίχο...
Είναι φορές που αναρωτιέμαι.
Τι στο καλό κάνουν αυτά τα ιγκουάνα
στην τσέπη μου;
Μήπως τα έχω ως σχέδιο διαφυγής;
Ή είναι που πάντα αγαπούσα
τα ηλιοβασιλέματα;