16.

Αν το αδειάζαμε αλλιώς το ντεπόζιτο,
ίσως το βρίσκαμε το πορτοφόλι.
Σαν σιτηρά θα ήταν τα κύματα,
αν τα φροντίζαμε.
Κι ο δρόμος σίγουρα θα έστρωνε,
αρκεί να τον πιστεύαμε.
Δεν έχει νόημα.
Χέμε φαανί.

15.

Να τι συνέβαινε λοιπόν
με την ελευθερία:
όποτε τη συναντούσα,
μπερδευόμουνα.
Δεν ήμουν ποτέ σίγουρος
αν συνοφρυωμένη μίλαγε
στο κινητό
ή αν μου έγνεφε από μακριά.
Η απόσταση ήταν ένα πρόβλημα.
Το ομολογώ.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.
Αν ο ουρανός είναι μαύρος,
δεν είναι υπεύθυνα μόνο τα σύννεφα.
Όταν ο δράκος εκτοξεύει φωτιά,
δεν ευθύνονται μόνο τα ρουθούνια του.
Υπήρχε κάτι που με τρόμαζε.
Όχι ακριβώς κάτι στο βλέμμα της,
μάλλον τον εαυτό μου ήταν που
φοβόμουν.
Γίνονται κάποτε βολικά τα δεσμά.
Μας κρατάνε σταθερούς.
Ορίζουν τη θέση.
Και τον χώρο μας.
Κι όταν φυσά,
παράγουν έναν ήχο ευχάριστο.
Εύκολα μ’ αυτά σπας καρύδια
ή μπήγεις καρφιά.
Ποιος κάθεται τώρα να
αναμετρηθεί με τον εαυτό του;
Ποιος απογειώνεται και πετά;
Και πού να πάω δηλαδή;
Να’σαι καλά, ελευθερία.
Θα κάνω πως δε σε είδα.
Και η ειρωνεία είναι πως
κανείς δεν κοιτά
ούτε προσέχει.
Τη ζωή μου περνάω
αόρατα χρήσιμος.
Αύριο, μεθαύριο, κάποτε
όλοι θα πουν:
«τι σοφός, συνετός, ευτυχισμένος
που ήταν».
Αλληλούια! Δοξασμένος ο Μεγαλοδύναμος!