13.

Μα την αρχή μου,
γαμώ την ταραχή μου,
το βλέπω πως το βράδυ
είν΄ μάταιο να μιλώ.
Η γλώσσα μου ματώνει
κι ένα κουμπί σκαλώνει
στον πέρα ωκεανό.
Είχα φτερά παλιά.
Κι έρχονταν από δίπλα
και ζήταγαν νερό.
Μα ήταν το υπόγειο
βαθύ και νευρικό
και μύριζε απ’ το φως.
Δεν το’ λεγα αλήθεια,
μα ήταν νυχτικό.
Το έραβε μια πείνα
που πέρναγε βελόνα
σε πέταλο κρυφό.
Κρυφό ή μυστικό;
Οι απαντήσεις πάντα
πληγώνουν τις σαράντα
κορδέλες στο σταθμό.
Ας το σταματήσει κάποιος.
Είναι φανερά ανόητο.
Φτάνει ως εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: