14.

«Γελάδες και νομάδες,
μαμάδες και χουρμάδες,
κιμάδες και παπάδες
θα τρώω για βδομάδες
ώσπου να βαρεθώ».
Θα είχε ίσως νόημα
όλο και περισσότερο
να διαγράφω κύκλους στο άπειρο.
Με κυνηγάει εδώ και χρόνια
η ιδέα πως κρατάω έναν αρχαίο
πάπυρο στο άπειρο επ’ άπειρον.
Είναι σκοτεινά.
Και κρύα.
Το χέρι μου λυγίζει.
Κι ο πάπυρος πετά.
Αλλά και οι χουρμάδες,
με ή χωρίς μαμάδες,
είναι μια σκέψη εκπληκτικά
γοητευτική.
Τους γεμίζω μέλι.
Τους ψήνω στους εκατό βαθμούς.
Κι ύστερα τους απολύω στο κενό.
Παρακολουθώντας
πώς το χρώμα τους παντρεύει
μια εικόνα θλίψης
με ένα γέλιο σκοτεινό.
Κι εγώ αυτοσαρκάζομαι.

13.

Μα την αρχή μου,
γαμώ την ταραχή μου,
το βλέπω πως το βράδυ
είν΄ μάταιο να μιλώ.
Η γλώσσα μου ματώνει
κι ένα κουμπί σκαλώνει
στον πέρα ωκεανό.
Είχα φτερά παλιά.
Κι έρχονταν από δίπλα
και ζήταγαν νερό.
Μα ήταν το υπόγειο
βαθύ και νευρικό
και μύριζε απ’ το φως.
Δεν το’ λεγα αλήθεια,
μα ήταν νυχτικό.
Το έραβε μια πείνα
που πέρναγε βελόνα
σε πέταλο κρυφό.
Κρυφό ή μυστικό;
Οι απαντήσεις πάντα
πληγώνουν τις σαράντα
κορδέλες στο σταθμό.
Ας το σταματήσει κάποιος.
Είναι φανερά ανόητο.
Φτάνει ως εδώ.

12.

Όταν πονάω, γράφω.
Ή μήπως σβήνω όταν γερνάω;
Είναι ίσως μάταιο
να αναζητώ τη μέση
σε μια ζωή τόσο σφιχτή.
Θα είναι σίγουρα απλούστερο
με το που όλα θα γίνουν λευκά.
Ο ουρανός θα δείχνει στενότερος,
το νερό θα είναι ανετότερο,
κι εκείνος σκυθρωπότερος.

11.

Έχασα
τις λέξεις τρίγωνες·
τις ξαναβρήκα
διαγώνιες –
και πιο στενές.
Ίσως να φταίει η γωνία μου.
Τις κοιτάζω οριζόντιες.
Και οριζόντιοι όλοι
δείχνουν καταλληλότεροι.
Οι λέξεις θα εξαιρούνταν;

10.

Ισοσκελή τα ρούχα που φορώ,
αναζητούν δαιμόνια μυστικά
σε φόδρα πράσινη κρυμμένα.
Την καρδιά μου κουράστηκα πια
να την κουβαλώ.
Με ένα όμορφο, λευκό υπόθετο
εντέλει την αντάλλαξα.
Απόψε το πρωτοφόρεσα
– με τη γραβάτα μου
την κόκκινη.
Ταίριαζαν.
Κι η όλη εικόνα
θύμιζε
εκείνο το θεόρατο μυρμήγκι
που κάποτε
μου δάγκωσε τον κήπο.
Σε μια στιγμή τον ρούφηξε
κι εξιλεώθηκε.
Δεν άφησε παρά μια μικρή
τριανταφυλλιά,
ανάμνηση ενός γεύματος λουκούλλειου.
Δικού μου, όχι δικού του.
Ήταν και τότε νύχτα.
Η νύχτα που το στερέωμα έγειρε,
τότε που όλα έδειχναν υγρά,
μα έστεκαν κίτρινα.

9.

Σαν ράφτης σε παλαιοπωλείο
εισβάλλω βάτραχος στην κόμη
ενός δούκα τροβαδούρου.
Ψάχνω κάποιον, αλλά τι;
Το περίπτερο σταμάτησε πια
να αγοράζει ρίμες.
Από δω και μπρος λοιπόν
κι εγώ
μόνο τσατσάρες θα ζητάω.
Είναι και φτηνότερες.